- ἐπιπόρπημα
- ἐπιπόρπημαgarment buckled over the shouldersneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπόρπημα — ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) [επιπορπούμαι] 1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού 2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού 3. στολίδι τής πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο … Dictionary of Greek
ἐπιπορπήματι — ἐπιπόρπημα garment buckled over the shoulders neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπορπίς — ἐπιπορπίς, ἡ (Α) 1. φόρεμα, επενδύτης που κουμπώνει με πόρπη, επιπόρπημα 2. (κατ’ άλλη ερμην.) πόρπη … Dictionary of Greek
τοὐπιπόρπαμα — ἐπιπόρπᾱμα , ἐπιπόρπημα garment buckled over the shoulders neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπόρπαμα — ἐπιπόρπᾱμα , ἐπιπόρπημα garment buckled over the shoulders neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)